- ξαναφύτεμα
- το [ξαναφυτεύω]αναφύτευση, φύτεμα εκ νέου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναφύτευση — η το ξαναφύτεμα: Έγινε συστηματική αναφύτευση της περιοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)